Translate

Στον επιταχυντή του χάους η Ευρώπη, εγκαταλείπουν την Ελλάδα οι δανειστές!


ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ
Κλείνουν άρον άρον την αξιολόγηση και μην τους είδατε


 καταιγιστικές εξελίξεις στην Ισπανία και ο παπατζίδικος, αλά ελληνικά, τρόπος με τον οποίο τσάτρα-πάτρα οι δανειστές
κλείνουν την τρίτη αξιολόγηση αποδεικνύουν ότι η Ε.Ε. βρίσκεται ένα βήμα από την διάλυση-γεγονός που προκαλεί τρόμο. Το πόσο ανύπαρκτη είναι η Ευρώπη των γραφειοκρατών αποδείχθηκε περίτρανα με την ελληνική κρίση. Αφού λεηλατήθηκε ο ιδιωτικός τομέας, το δημόσιο παρέμεινε- 7 χρόνια μετά-αμεταρρύθμιστο, πελατειακό και διεφθαρμένο. Δεν υπάρχει καλύτερος καθρέφτης της ευρωπαικής κατάντιας από το ελληνικό δημόσιο. Με την έναρξη της κρίσης κατέφθασαν Γάλλοι ειδικοί για να βοηθήσουν τους δικούς μας να αντιμετωπίσουν τις παθογένειες της εγχώριας Δημόσιας Διοίκησης. Εφυγαν νύχτα, άπραγοι.
Το ελληνικό δημόσιο παραμένει διεφθαρμένο, γραφειοκρατικό, Κολομβιάνικο. Μόνο που τώρα πλέον κανείς από τους ξένους δεν ασχολείται. Κλείνουν με μπαλώματα την τρίτη αξιολόγηση πριν καν αποκτήσει κυβέρνηση η Γερμανία και για μια ακόμη φορά οι δανειστές κλωτσάνε το πρόβλημα στο μέλλον. Μόνο που τώρα πλέον η Ευρώπη που ξέραμε μετράει μήνες ζωής-εκτός κι αν οι εξελίξεις στην Καταλονία και στην Αθήνα μπουν στον επιταχυντή του χάους.
Το 2010 ο ΣΕΒ, σε συνεργασία με την Ελληνική Ένωση Τραπεζών, ανέλαβε την πρωτοβουλία να αναθέσει στον διεθνούς κύρους μελετητικό οργανισμό McKinsey & Co τη μελέτη τίτλο «Η Ελλάδα 10 Χρόνια Μπροστά», στόχος της οποίας είναι να δώσει ορατή αναπτυξιακή διέξοδο στην ελληνική κοινωνία. Τα βασικά συμπεράσματα και κατευθύνσεις της μελέτης, η οποία αριθμεί πάνω από 500 σελίδες, περιλαμβάνουν πάνω από 100 συγκεκριμένες προτάσεις για την ανάπτυξη. Είναι η πρώτη μελέτη που έχει εξετάσει όλους τους κλάδους της οικονομίας για να αναδείξει εκείνους που μπορούν να δημιουργήσουν τη μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία και τις περισσότερες θέσεις εργασίας και να καταλήξει σε συγκεκριμένες και ποσοτικοποιημένες προτάσεις.
Το Αντικλείδι είχε σταχυολογήσει τα κύρια σημεία της>
Μία σειρά αλληλεξαρτώμενων πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών παραγόντων έχει συντελέσει στη χαμηλή ανταγωνιστικότητα, στην υστέρηση των ξένων επενδύσεων και στο πρόβλημα της απασχόλησης στην Ελλάδα. Η ελληνική οικονομία έχει αναπτυχθεί βάσει μίας δομής ζήτησης που δεν είναι βιώσιμη και χρόνιες συνθήκες που δεν ευνοούν την επιχειρηματικότητα. Ο προγραμματισμός και η υλοποίηση των επενδύσεων αντιμετωπίζουν σοβαρά εμπόδια που αυξάνουν το κόστος. Η ελληνική αγορά είναι μία από τις πλέον υπερ-ρυθμιζόμενες στην Ευρώπη, με γραφειοκρατία που επηρεάζει ευρέως τις επενδύσεις, από την επιχειρηματική εκμετάλλευση της γης μέχρι το βαθμό ανταγωνισμού μέσα στα πολλά ελεγχόμενα (“κλειστά”) επαγγέλματα. Στα δικαστήρια καθυστερεί ένας μεγάλος αριθμός επενδυτικών σχεδίων, με αποτέλεσμα να χάνονται διεθνή επενδυτικά κεφάλαια, τα οποία η οικονομία έχει απόλυτη ανάγκη. Ένα περίπλοκο διοικητικό και φορολογικό σύστημα δημιουργεί νομικά, γραφειοκρατικά και διαδικαστικά αντικίνητρα στην προσπάθεια ίδρυσης ή και επέκτασης των επιχειρήσεων, ενώ παράλληλα αδυνατεί να εισπράξει ετήσια φοροδιαφυγή της τάξης των 15-20 δισ. ευρώ, ποσό που θα επαρκούσε για να καλύψει το δημοσιονομικό έλλειμμα.
Η μελέτη προτείνει την υιοθέτηση ενός νέου Μοντέλου Ανάπτυξης της Ελλάδας, που μπορεί να δημιουργήσει 49 δισ. ευρώ σε ετήσια Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία (55 δισ. ευρώ σε όρους ΑΕΠ) και 520.000 νέες θέσεις εργασίας εντός 10 ετών σε μόλις πέντε μεγάλους κλάδους και οκτώ αναδυόμενους υποκλάδους της οικονομίας. Αυτό σημαίνει ότι ακόμη κι αν η υπόλοιπη οικονομία αναπτύσσεται με ένα μέτριο μέσο ετήσιο ρυθμό 1,5% που σήμερα προβλέπουν οι διεθνείς οργανισμοί, ο συνολικός ρυθμός ανάπτυξης θα μπορούσε σχεδόν να διπλασιαστεί στο 3% στην επόμενη δεκαετία.
Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι “ο επιχειρηματικός κόσμος πρέπει να επιδιώξει τη δημιουργία μεγαλύτερων μονάδων μέσω εξαγορών και συγχωνεύσεων και την υιοθέτηση πιο αποδοτικών μεθόδων παραγωγής. Πρέπει, επίσης, να γίνει πιο ενεργός στην έγκαιρη προώθηση επώνυμων ελληνικών αγαθών και υπηρεσιών στις αγορές του εξωτερικού. Μερικά σχετικά παραδείγματα που αναφέρονται στη μελέτη είναι η στρατηγική στροφή του τουρισμού προς μεγαλύτερες και ανεκμετάλλευτες μέχρι σήμερα αγορές, η προσέλκυση τουρισμού υψηλής εισοδηματικής κατηγορίας και η ενθάρρυνση των επενδύσεων σε μεγάλες Περιοχές Ολοκληρωμένης Τουριστικής Ανάπτυξης (ΠΟΤΑ), σε υψηλού επιπέδου παραθεριστικές κατοικίες, σε μαρίνες και σε σημεία ελλιμενισμού κρουαζιερόπλοιων”.
Η μελέτη «Η Ελλάδα 10 Χρόνια Μπροστά» επιχειρεί να προσδιορίσει το μοντέλο και τη στρατηγική ανάπτυξης που θα πρέπει να ακολουθηθεί σε ορίζοντα δεκαετίας, χρησιμοποιώντας ως βάση την ανταγωνιστικότητα, την παραγωγικότητα, την εξωστρέφεια και την τόνωση των επενδύσεων και της απασχόλησης. Παραθέτουμε μέρος του κεφαλαίου για τα θεμελιώδη αναπτυξιακά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας.
Πέντε είναι οι βασικές παθογένειες της ελληνικής οικονομίας:
(α) η δομή της οικονομίας αποθαρρύνει τις επενδύσεις και τη δημιουργία οικονομιών κλίμακας,
(β) ο ευρύτερος δημόσιος τομέας είναι μεγάλος και μη αποδοτικός,
(γ) η δομή και οι όροι της αγοράς εργασίας περιορίζουν την ευελιξία και την κινητικότητα του εργατικού δυναμικού,
(δ) το νομικό και δικαστικό σύστημα είναι δύσβατο και αποθαρρύνει τις επενδύσεις και,
(ε) η παραοικονομία είναι πολύ εκτεταμένη.
___
Εμπόδια στην παραγωγικότητα και την ανάπτυξη στην ελληνική οικονομία
A Αποθάρρυνση επενδύσεων και επίτευξης κλίμακας
1▪ Κατακερματισμός και μικρό μέγεθος επιχειρήσεων στους περισσότερους κλάδους
2▪ Υπερβολική ρύθμιση αγορών και επαγγελμάτων
3▪ Περίπλοκες και περιοριστικές διαδικασίες αδειοδότησης και λειτουργίας
4▪ Απουσία ολοκληρωμένου και συστηματικού χωροταξικού σχεδιασμού και χρήσεων γης
5▪ Περίπλοκο και ασταθές φορολογικό πλαίσιο με απουσία κινήτρων για τη δημιουργία κλίμακας
B Μεγάλος και μη αποδοτικός δημόσιος τομέας 
6▪ Μεγάλος και δαπανηρός δημόσιος τομέας με υπηρεσίες χαμηλής ποιότητας
7▪ Χαμηλή αποδοτικότητα λόγω κατακερματισμού και αλληλοεπικάλυψης ευθυνών
8▪ Απουσία μηχανισμού για προσέλκυση ικανών στελεχών από την αγορά
9▪ Έλλειψη μηχανισμού διαχείρισης και ελέγχου απόδοσης και μειωμένη χρήση διπλογραφικού συστήματος
Γ Ανελαστική και περιορισμένη χρήση εργατικού δυναμικού
10▪ Χαμηλό επίπεδο συμμετοχής νέων και γυναικών στην αγορά εργασίας
11▪ Μειωμένη ευελιξία (π.χ., μερική απασχόληση) και κινητικότητα εργατικού δυναμικού
12▪ Δεσμευτικό και μη ευέλικτο πλαίσιο συλλογικών συμβάσεων
13▪ Απουσία συνεργασίας αγοράς και εκπαίδευσης – ελλιπής στήριξη της καινοτομίας
Δ Πολύπλοκο νομικό και δικαστικό σύστημα
14▪ Υπερπληθώρα νόμων (ενίοτε με αντιθέσεις) και ασαφή εφαρμογή τους
15▪ Αυξημένος όγκος δικαστικών υποθέσεων που οδηγεί σε μεγάλες καθυστερήσεις
 E Αυξημένη ‘μαύρη’ οικονομία
16▪ Αυξημένη φοροδιαφυγή, συνεχείς μεταρρυθμίσεις στον τομέα ανίχνευσης της φοροδιαφυγής και στο σύστημα είσπραξης φόρων
17▪ Πολλές συναλλαγές και δημιουργία πλούτου εκτός επίσημης οικονομίας
—————————————————————————————————————–
α. Η αποθάρρυνση επενδύσεων και μεγάλων επιχειρηματικών μονάδων
Όπως σε πολλές μεσογειακές χώρες με έντονη την παρουσία οικογενειακών επιχειρήσεων, έτσι και στην Ελλάδα οι μικρές και οι πολύ μικρές επιχειρήσεις αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της οικονομίας. Ενδεικτικά στη μεταποίηση, πάνω από το 30% των εργαζομένων απασχολείται σε επιχειρήσεις με εννέα ή λιγότερους υπαλλήλους. Ακόμα και στην Ιταλία, το αντίστοιχο ποσοστό είναι 15% ενώ στη Γερμανία είναι μόλις 5%. Κατά κανόνα, αυτές οι μικρές επιχειρήσεις λειτουργούν σε επίπεδα παραγωγικότητας που είναι χαμηλότερα κατά 40% σε σύγκριση με την παραγωγικότητα σε μονάδες άνω των 250 υπαλλήλων (βάσει μέσων όρων Ε.Ε. 27) (Σχήμα 9).

Παράλληλα με τον μεγάλο αριθμό πολύ μικρών επιχειρήσεων και τα μεγάλα ποσοστά αυτοαπασχολούμενων, παρατηρείται σχετική υστέρηση στην ανάπτυξη μεγάλων μονάδων και στην επίτευξη οικονομιών κλίμακας. Αυτή η υστέρηση οφείλεται στην ύπαρξη πολλών αντικινήτρων που περιλαμβάνουν υπερ-ρυθμιζόμενους τομείς οικονομικής δράστηριότητας (παράμετροι όπως το επίπεδο ανταγωνισμού, ο αριθμός των συμμετεχόντων και οι περιορισμοί στην είσοδο νεοεισερχομένων ελέγχονται νομοθετικά), πολυνομία και γραφειοκρατία που καθυστερούν τις επενδύσεις, καθώς και ένα φορολογικό και εργατικό νομικό πλαίσιο που δεν ευνοεί την κλίμακα. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα είναι μία από τις χώρες με τη μεγαλύτερη υπερ-ρύθμιση στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών (Σχήμα 10).
Έχει αποδειχθεί διεθνώς ότι οι μεγάλοι βαθμοί ρύθμισης προκαλούν αναπόφευκτα χαμηλότερη παραγωγικότητα.
β. Μεγάλος και μη αποδοτικός δημόσιος τομέας
Σε σχέση με το μέγεθος της χώρας και της οικονομίας της, ο δημόσιος τομέας είναι ένας από τους μεγαλύτερους και πιο δαπανηρούς στην Ευρώπη. Υπολείπεται σε μέγεθος κρατών στο Βορρά της Ευρώπης, που αναγνωρίζεται ότι προσφέρουν όμως πολύ καλύτερη ποιότητα κοινωνικών υπηρεσιών και άλλων αγαθών κοινής ωφέλειας. Το World Economic Forum κατατάσσει την Ελλάδα σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα αναφορικά με την ποιότητα των προσφερόμενων δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών. Αυτή η χαμηλή ποιότητα σε συνδυασμό με την υψηλή δημόσια δαπάνη, καταδεικνύει την τεράστια αναποτελεσματικότητα του ελληνικού δημόσιου τομέα (Σχήμα 11).

Ταυτόχρονα ο δημόσιος τομέας πάσχει από τον κατακερματισμό και την επικάλυψη αρμοδιοτήτων μεταξύ οργανισμών και υπουργείων, δημιουργώντας επιπλέον βάρη και καθυστερήσεις στις επιχειρηματικές δραστηριότητες, με συνεπακόλουθη ενίσχυση της παραοικονομίας. Το μεγάλο μέγεθος και η χαμηλή αποτελεσματικότητα προστίθενται στον μακρύ κατάλογο των στρεβλώσεων που ο δημόσιος τομέας επιβάλλει στην οικονομία. Πέρα από το στενό δημόσιο τομέα, υπάρχει ένα πλήθος μεσαίων και μεγάλων επιχειρήσεων και οργανισμών, που ελέγχονται άμεσα ή έμμεσα από το κράτος (ακόμη κι αν επίσημα κατατάσσονται στον ιδιωτικό τομέα) και παρουσιάζουν τις ίδιες δομικές στρεβλώσεις στη χρήση των πόρων τους. Η έλλειψη μηχανισμού ελέγχου όσον αφορά στη δημόσια δαπάνη, συμπεριλαμβανόμενων και των δημόσιων προμηθειών, δημιουργεί στρεβλώσεις στους όρους ανταγωνισμού στον ιδιωτικό τομέα. Η εμπορική λειτουργία πολλών επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το κράτος. Το γεγονός αυτό και μόνο καταδεινύει τη ζωτική ανάγκη να μειωθεί η εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από το δημόσιο τομέα και να βελτιωθεί σημαντικά η αποδοτικότητα του.
γ. Έλλειμμα ευελιξίας και ευρείας συμμετοχής στην αγορά εργασίας
Η Ελλάδα δεν εκμεταλλεύεται τις δυνατότητες που της προσφέρει το εργατικό της δυναμικό. Πρόσφατα υπήρξαν ορισμένες σημαντικές προσαρμογές προς την κατεύθυνση των ευρωπαϊκών προτύπων, αλλά οι εργοδότες εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν αντικίνητρα στις προσλήψεις, κυρίως λόγω του δύσκαμπτου νομικού πλαισίου, της επίδρασης των συλλογικών συμβάσεων στην αύξηση του κόστους εργασίας και στη συχνά στρεβλή λειτουργία του θεσμού της διαιτησίας. Επιπλέον, οι απόφοιτοι των ελληνικών πανεπιστημίων δεν βρίσκουν εύκολα εργασία, πρόβλημα που οφείλεται και στο μεγάλο χάσμα ανάμεσα στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα και τον επιχειρηματικό κόσμο. Εξαιτίας αυτών των στρεβλώσεων, η Ελλάδα έχει τη χαμηλότερη κινητικότητα στην αγορά εργασίας στην Ευρώπη και τη μεγαλύτερη μέση παραμονή σε μία δουλειά απ’ όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ (Σχήμα 12).
Η κινητικότητα στην αγορά εργασίας είναι ένας κρίσιμος δείκτης που αντικατοπτρίζει την «υγεία» μίας οικονομίας. Το χαμηλό επίπεδο του δείκτη κινητικότητας αντανακλά και τη χαμηλή συμμετοχή του πληθυσμού στο εργατικό δυναμικό.
δ. Δύσβατο νομικό και δικαστικό σύστημα
Η επιχειρηματική δράση στην Ελλάδα εμποδίζεται από ένα δύσβατο σύστημα απονομής δικαιοσύνης με μεγάλο αριθμό νόμων, που είναι συχνά διφορούμενοι, παρωχημένοι ή και αλληλοαναιρούμενοι (π.χ. στην περιβαλλοντική νομοθεσία), με πολλαπλές επικαλύψεις και συχνές αναθεωρήσεις (π.χ. στον τομέα της φορολογίας). Η επακόλουθη πολυπλοκότητα δημιουργεί μία ανελαστική, μη παραγωγική δημόσια διοίκηση που προκαλεί καθυστερήσεις, σύγχυση και τριβές μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού τομέα. Γι’ αυτούς τους λόγους εν πολλοίς, το δικαστικό σύστημα είναι υπερφορτωμένο με υποθέσεις προς εκδίκαση και πάσχει από έλλειψη διαδικασιών και εξειδικευμένων πόρων που θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τη συμφόρηση. Ενδεικτικά, στο Συμβούλιο της Επικρατείας υποβάλλονται κάθε χρόνο 8-9 χιλιάδες νέες υποθέσεις από τις οποίες εκδικάζονται μόνο 3 χιλιάδες περίπου. Εκκρεμοδικεί έτσι ένας όγκος υποθέσεων που εκτιμάται πως θα απαιτηθούν 2-6 χρόνια για να εκδικαστούν. Ταυτόχρονα, δεν υπάρχουν κριτήρια με βάση τα οποία θα μπορούσαν να ιεραρχηθούν οι υποθέσεις, αλλά ούτε και οργανωτικοί πόροι για να καλύψουν τις πολλές διαδικαστικές απαιτήσεις. Η συσσώρευση υποθέσεων παρατηρείται επίσης και στα κατώτερα διοικητικά δικαστήρια, όπου η έλλειψη δικαστικών λειτουργών και διοικητικού προσωπικού είναι ένα συχνό φαινόμενο.
ε. Εκτεταμένη παραοικονομία
Πέρα από την κρίση χρέους η Ελλάδα αντιμετώπιζε και πρόβλημα στην αύξηση του κατά κεφαλήν εισοδήματος. Ήδη πριν την κρίση, το 2007, το ελληνικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ υπολειπόταν του ευρωπαϊκού (ΕΕ-15) και των ΗΠΑ κατά 15% και 35% αντιστοίχως (11% και 33% το 2009). Αυτή η υστέρηση στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ οφειλόταν, κατά κύριο λόγο, στη χαμηλότερη παραγωγικότητα όπως επίσης και στη χαμηλότερη συμμετοχή του πληθυσμού στο εργατικό δυναμικό σε σύγκριση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες (Σχήμα 4).
Παρά τη σημαντική αύξησή της στην προηγούμενη δεκαετία, η παραγωγικότητα στην Ελλάδα παρέμεινε ένα σημαντικό δομικό πρόβλημα. Το 2009, υπολειπόταν κατά 40% αυτής των ΗΠΑ και κατά 29% του μέσου όρου της Ευρώπης των 15 (Σχήμα 5).
Σταθμισμένη με βάση την αγοραστική δύναμη, η ελληνική παραγωγικότητα ανέρχεται σε $35 ανά δεδουλευμένη ώρα, σε σύγκριση με $49 στην ΕΕ-15, $42 στη Νότια Ευρώπη και $55 στην Κεντρική Ευρώπη.
Όταν συγκρίνουμε την Ελλάδα και διάφορες χώρες της Ευρώπης με τις ΗΠΑ, παρατηρούμε ότι το έλλειμα παραγωγικότητας στην Ελλάδα είναι μεγαλύτερο της διαφοράς στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Η υπόλοιπη διαφορά εξηγείται από τα χαμηλότερα ποσοτά απασχόλησης, η οποία αντισταθμίζεται από τις υψηλότερες ώρες εργασίας ανά εργαζόμενο στην Ελλάδα (Σχήμα 6).

Είναι κρίσιμο να επισημανθεί ότι το έλλειμμα παραγωγικότητας δεν οφείλεται στη δομή της οικονομίας, αλλά αποτελεί ενδημικό πρόβλημα των κλάδων καθαυτών, επηρεάζοντας συνολικά την οικονομία. Η επίδραση της διαφορετικής σύνθεσης του παραγωγικού αποτελέσματος από τους επιμέρους κλάδους ερμηνεύει μόνο το 15% της διαφοράς παραγωγικότητας με τις ΗΠΑ (Σχήμα 7).
Επιπλέον, η Ελλάδα έχει το χαμηλότερο ποσοστό συμμετοχής του πληθυσμού στο εργατικό δυναμικό στην Ευρώπη. Οι απασχολούμενοι και οι άνεργοι ανέρχονται αθροιστικά στο 66% του δυνητικού εργατικού δυναμικού, σε σύγκριση με 73% στην ΕΕ-15 συνολικά και 70% στην Νότια Ευρώπη. Σε σύγκριση με την Ευρώπη, το ελληνικό έλλειμμα συμμετοχής στην απασχόληση είναι πιο έντονο στους νέους και στις γυναίκες. Ενώ η ανεργία των δύο αυτών ομάδων κυμαινόταν προ κρίσης στα ευρωπαϊκά επίπεδα, το έλλειμμα συμμετοχής τους έφτανε το 69% για τους νέους και το 38% για τις γυναίκες (στοιχεία 2009). Ο συνδυασμός της χαμηλής συμμετοχής (δηλαδή της περιορισμένης βάσης απασχόλησης) και των πολλών ωρών εργασίας ανά απασχολούμενο οδηγεί σ’ ένα αναπόφευκτο συμπέρασμαΈνα μικρό ποσοστό του εργατικού δυναμικού δουλεύει πιο σκληρά και για περισσότερες ώρες απ’ ότι οι ευρωπαίοι συνάδελφοι του για να συντηρηθεί ένα μη αποδοτικό παραγωγικό σύστημα.
Υπάρχει, όμως, μία σημαντική διαφορά ανάμεσα στο έλλειμμα παραγωγικότητας και το έλλειμμα συμμετοχής στην απασχόληση. Ενώ η χαμηλή παραγωγικότητα είναι ένα πρωτογενές, δομικό εμπόδιο στη αύξηση του κατά κεφαλή ΑΕΠ που πρέπει και μπορεί να διορθωθεί με τη λήψη άμεσων μέτρων, το έλλειμμα συμμετοχής είναι σύμπτωμα της ανελαστικότητας στην αγορά εργασίας και των μακροχρόνιων στρεβλώσεων που τεχνητά εμποδίζουν τη νέα απασχόληση σε πολλά επαγγέλματα και το βαθμό κινητικότητας στην απασχόληση, ειδικά στο δημόσιο τομέα. Με δεδομένη την υπέρ- επάρκεια στην προσφορά εργατικού δυναμικού το πρόβλημα της συμμετοχής δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί αν δεν δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας στην οικονομία. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνει την πρωταρχική ανάγκη να αυξηθεί άμεσα και σημαντικά η ανταγωνιστικότητα. Αυτή η αύξηση δεν μπορεί πλέον να προέλθει από την καταναλωτική (και δανειακά επιχορηγούμενη) ανάπτυξη του τομέα των μη διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών, αλλά από τις επενδύσεις και τη σημαντική μετατόπιση της παραγωγής και της απασχόλησης προς τον τομέα των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών. Με άλλα λόγια, η οικονομία πρέπει να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας στον τομέα των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών τουλάχιστον με τον ίδιο ρυθμό με τον οποίο η μείωση της ιδιωτικής και δημόσιας κατανάλωσης συρρικνώνει την παραγωγή και την απασχόληση σε μη διεθνώς εμπορεύσιμους κλάδους που στηρίζονται στην κατανάλωση
“Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος αλλά και άλλων οργανισμών, η παραοικονομία στην Ελλάδα ανέρχεται περίπου στο 30% της συνολικής οικονομικής δραστηριότητας. Αυτό συνεπάγεται μία πολύ σημαντική σε έκταση φοροδιαφυγή. Εκτιμάται ότι το 2009 το κράτος απέτυχε να εισπράξει περίπου €15-20 δισ. σε φόρο εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων, καθώς και σε ΦΠΑ. Το ποσό αυτό ισοδυναμεί με 7%-9% του ΑΕΠ και 60%-80% του ελλείμματος του 2010. Αυτή η δομική αδυναμία να εισπραχθούν οι φόροι οφείλεται κυρίως στην έλλειψη προηγμένων διαδικασιών και μεθοδολογίας για τον προσδιορισμό και την ανίχνευση της φοροδιαφυγής, την κατηγοριοποίηση των διαφορετικών υποθέσεων, τις τακτικές παρέμβασης και τις μεθόδους είσπραξης. Παρά τις πρόσφατες προσπάθειες προς τη σωστή κατεύθυνση, ώστε να τεθούν αυτά τα θέματα σε συστηματική βάση, εξακολουθεί να επικρατεί ένα μεγάλο χάσμα σε σύγκριση με τις διεθνείς πρακτικές σε όλες τις πτυχές του φορολογικού συστήματος. Ιδιαίτερα εμφανείς είναι οι ελλείψεις στην αυτοματοποιημένη επισήμανση περιπτώσεων δυνητικής φοροδιαφυγής (βασισμένη σε προηγμένα στατιστικά εργαλεία και ηλεκτρονικές υποδομές), η ικανότητα να ελέγχεται γρήγορα και αποτελεσματικά ένας μεγάλος αριθμός υποθέσεων και η στρατηγική και τακτική ενορχήστρωση παρεμβατικών μεθόδων προκειμένου να μεγιστοποιηθεί η είσπραξη οφειλών και προστίμων . Πέρα από την τακτική φοροδιαφυγή, υπάρχει και η «μαύρη» αγορά εργασίας όπου δεν εισπράττεται φόρος εισοδήματος και δεν αποδίδονται εργατικές εισφορές. Ταυτόχρονα, υπάρχουν τομείς όπως οι παράνομες εισαγωγές και τα τυχερά παιχνίδια όπου ένα σημαντικό μέρος των συναλλαγών επίσης. Σημαντικές ευκαιρίες για εφαρμογή διεθνών πρακτικών για την αντιμετώπιση της  φοροδιαφυγής
Ενδεικτικές βέλτιστες πρακτικές (και τι απ αυτά εφαρμόζεται στην Ελλάδα σήμερα).
1. Ανίχνευση
▪Προληπτική αποτροπή –εστιασμένα προγράμματα ευαισθητοποίησης του κοινού, πιστοποίηση πριν την υποβολή με στόχο την ενημέρωση και συμμόρφωση των φορολογούμενων
▪Προηγμένη ανίχνευση –προσδιορισμός της πιθανότητας εύρεσης της φοροδιαφυγής και είσπραξης με βάση συγκεκριμένα κριτήρια
▪Προτεραιοποίηση και κατάτμηση –χρήση των ανωτέρω και άλλων παραμέτρων (π.χ. πιθανότητα/δυνατότητα πληρωμής) για να καταταγούν οι φορολογούμενοι και να προτεραιοποιηθούν οι κατηγορίες και οι υποθέσεις
▪Συνεχής προσαρμογή –τα κριτήρια για την ανίχνευση, την κατάτμηση, και την προτεραιοποίηση προσαρμόζονται συνεχώς με βάση νέα δεδομένα και τα αποτελέσματα ελέγχων
2. Επικοινωνία/ είσπραξη
▪Στρατηγικές επικοινωνίας –προσδιορισμός της πιο πρόσφορης μεθόδου για επικοινωνία και έλεγχο με βάση την κατάταξη, τα χαρακτηριστικά της κάθε υπόθεσης, τους διαθέσιμους για έλεγχο πόρους -χρήση πολλαπλών μεθόδων (π.χ. γράμμα, τηλεφωνικό κέντρο, έλεγχοι διαφόρων βαθμών)
▪Κινητικότητα εφοριακών/ελεγκτών –η ανάθεση των υποθέσεων με βάση τη πολυπλοκότητά τους και με τρόπο ώστε να αποφευχθεί η διαφθορά
▪Καθοδήγηση για τον έλεγχο και την παρακολούθηση –οδηγίες για τον έλεγχο μέσω διαδικτύου, σε πραγματικό χρόνο μέσω Η/Υ, καταγραφή της διαδικασίας του ελέγχου
▪Στρατηγικές για διακανονισμό του χρέους –ευέλικτες ρυθμίσεις πληρωμών όπου είναι εφικτό
▪Διαχείριση της ζήτησης –δυναμικό σύστημα πληρωμής με βάση τα έσοδα και σύμβαση για πληρωμή πριν την καταληκτική ημερομηνία
▪Συνεχής διαχείριση της απόδοσης –αξιολόγηση «κλειστών φακέλων» και συχνοί έλεγχοι των φορολογικών ελέγχων
▪Υψηλά ποσοστά ηλεκτρονικής υποβολής–μείωση του κόστους επεξεργασίας, σαφή οφέλη για τον Φορολογούμενο
3. Υπηρεσίες προς τους φορολογούμενους
▪Αποδοτική επεξεργασία των μη ηλεκτρονικών δηλώσεων –η τεχνολογία χρησιμοποιείται ως μέσο αύξησης της παραγωγικότητας
▪Τακτοποίηση απαιτήσεων και υποχρεώσεων –αποτελεσματικός μηχανισμός για το κλείσιμο των εκκρεμοτήτων
▪Επίλυση ερωτημάτων –παραγωγικό και αποδοτικό σύστημα που αξιοποιεί την υπάρχουσα εμπειρία
▪Διαχείριση των δικτύων –αύξηση της χρήσης των υπηρεσιών αυτοεξυπηρέτησης (self service)
▪Εκπαίδευση του φορολογούμενου/προσφορά βοήθειας –στοχευόμενες εκπαιδευτικές καμπάνιες
▪Δεξιότητες και εκπαίδευση των εφοριακών –αποτελεσματικό σύστημα επιλογής, απομακρύνσεων, μετατάξεων και εκπαίδευσης
__________________________________________________________
Πηγή:  Η Ελλάδα 10 χρόνια μπροστά: Προσδιορίζοντας το Νέο Εθνικό Μοντέλο Ανάπτυξης – Σύνοψη / Το αδιέξοδο του ελληνικού οικονομικού μοντέλου – Έρευνα της εταιρίας McKinsey&Company 
Η μελέτη «Η Ελλάδα 10 Χρόνια Μπροστά» ξεκίνησε το Δεκέμβριο του 2010, ολοκληρώθηκε το Σεπτέμβριο του 2011 και εκπονήθηκε από το γραφείο της McKinsey & Company στην Αθήνα. Χορηγοί της μελέτης ήταν ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών, η Ελληνκή Ένωαη Τραπεζών και η ίδια η McKinsey & Company Το αποτέλεσμα είναι μία ανεξάρτητη μελέτη, που απηχεί αποκλειστικά και μόνο τα αποτελέσματα των αναλύσεων και τα συμπεράσματα που εξήγαγε η McKinsey & Company.
πηγη

Σχόλια

Τεχνική υποστήριξη, κατασκευή ιστοσελίδας: Charles Bukowski(7SPY), e-mail: spy7ross7@gmail.com